θεοδρόμος
Смотреть что такое "θεοδρόμος" в других словарях:
θεοδρόμος — θεοδρόμος, ον (AM) 1. αυτός που ζει σύμφωνα με τη θέληση τού θεού 2. αυτός που κατευθύνεται προς τον θεό («θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δρόμος (< δραμείν), πρβλ. αρματο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοδρομία — θεοδρομία, ἡ (Μ) [θεοδρόμος] το να ακολουθεί κάποιος τον δρόμο τού θεού … Dictionary of Greek
θεοδρομώ — (Μ θεοδρομῶ, έω) [θεοδρόμος] ακολουθώ τον δρόμο τού θεού, ζω σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές … Dictionary of Greek
ԿԱՐԱՊԵՏ — (ի, աւ կամ իւ, աց, օք.) NBH 1 1064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. πρόδρομος praecursor, praevius, praecedens, antecessor. (լծ. կառապետ, կամ կարաւանապետ.) Հորդիչ ճանապարհի, իբրեւ առաջնորդ, եւ իբր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)